ακατάβρεχτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαακατάβρεχτος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν καταβρέξει
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ακατάβρεχτα / ακατάβρεκτα
- → δείτε τις λέξεις καταβρέχω, κατά και βρέχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακατάβρεχτος