↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άβρεχος η άβρεχη το άβρεχο
      γενική του άβρεχου της άβρεχης του άβρεχου
    αιτιατική τον άβρεχο την άβρεχη το άβρεχο
     κλητική άβρεχε άβρεχη άβρεχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άβρεχοι οι άβρεχες τα άβρεχα
      γενική των άβρεχων των άβρεχων των άβρεχων
    αιτιατική τους άβρεχους τις άβρεχες τα άβρεχα
     κλητική άβρεχοι άβρεχες άβρεχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άβρεχος < άβρεχτος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.vɾe.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βρε‐χος

  Επίθετο

επεξεργασία

άβρεχος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • άβρεχτοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)