άβρεχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άβρεχος | η | άβρεχη | το | άβρεχο |
γενική | του | άβρεχου | της | άβρεχης | του | άβρεχου |
αιτιατική | τον | άβρεχο | την | άβρεχη | το | άβρεχο |
κλητική | άβρεχε | άβρεχη | άβρεχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άβρεχοι | οι | άβρεχες | τα | άβρεχα |
γενική | των | άβρεχων | των | άβρεχων | των | άβρεχων |
αιτιατική | τους | άβρεχους | τις | άβρεχες | τα | άβρεχα |
κλητική | άβρεχοι | άβρεχες | άβρεχα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άβρεχος < άβρεχτος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.vɾe.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐βρε‐χος
Επίθετο
επεξεργασίαάβρεχος, -η, -ο
- (σπάνιο) άλλη μορφή του άβρεχτος
- ※ Μάης άβρεχος, τρηγητής χαρούμενος
- Παροιμία από το Ζαγόρι της Ηπείρου, @repository.kentrolaografias.gr
- ※ Μάης άβρεχος, τρηγητής χαρούμενος
Μεταφράσεις
επεξεργασία άβρεχος
→ δείτε τη λέξη στεγνός |
Πηγές
επεξεργασία- άβρεχτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)