Ετυμολογία

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Αἰόλιος Αἰολί τὸ Αἰόλιον
      γενική τοῦ Αἰολίου τῆς Αἰολίᾱς τοῦ Αἰολίου
      δοτική τῷ Αἰολί τῇ Αἰολί τῷ Αἰολί
    αιτιατική τὸν Αἰόλιον τὴν Αἰολίᾱν τὸ Αἰόλιον
     κλητική ! Αἰόλιε Αἰολί Αἰόλιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Αἰόλιοι αἱ Αἰόλιαι τὰ Αἰόλι
      γενική τῶν Αἰολίων τῶν Αἰολίων τῶν Αἰολίων
      δοτική τοῖς Αἰολίοις ταῖς Αἰολίαις τοῖς Αἰολίοις
    αιτιατική τοὺς Αἰολίους τὰς Αἰολίᾱς τὰ Αἰόλι
     κλητική ! Αἰόλιοι Αἰόλιαι Αἰόλι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Αἰολίω τὼ Αἰολί τὼ Αἰολίω
      γεν-δοτ τοῖν Αἰολίοιν τοῖν Αἰολίαιν τοῖν Αἰολίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Αἰόλιος, -ία, -ιον

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη Αἴολος

Κύριο όνομα

επεξεργασία