ἀβακοειδής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀβακοειδής | τὸ | ἀβακοειδές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀβακοειδοῦς | τοῦ | ἀβακοειδοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀβακοειδεῖ | τῷ | ἀβακοειδεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀβακοειδῆ | τὸ | ἀβακοειδές | ||
κλητική ὦ! | ἀβακοειδές | ἀβακοειδές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀβακοειδεῖς | τὰ | ἀβακοειδῆ | ||
γενική | τῶν | ἀβακοειδῶν | τῶν | ἀβακοειδῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀβακοειδέσῐ(ν) | τοῖς | ἀβακοειδέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀβακοειδεῖς | τὰ | ἀβακοειδῆ | ||
κλητική ὦ! | ἀβακοειδεῖς | ἀβακοειδῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀβακοειδεῖ | τὼ | ἀβακοειδεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀβακοειδοῖν | τοῖν | ἀβακοειδοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀβακοειδής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄβαξ, θέμα ἀβακ- (ἄβακ(ος)) + -ειδής
Επίθετο
επεξεργασίαἀβακοειδής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)
- (σε σχόλια) που έχει σχήμα άβακα, ο αβακοειδής
Πηγές
επεξεργασία- ἀβακοειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.