Δείτε επίσης: αβακοειδής
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀβακοειδής τὸ ἀβακοειδές
      γενική τοῦ/τῆς ἀβακοειδοῦς τοῦ ἀβακοειδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀβακοειδεῖ τῷ ἀβακοειδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀβακοειδ τὸ ἀβακοειδές
     κλητική ! ἀβακοειδές ἀβακοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀβακοειδεῖς τὰ ἀβακοειδ
      γενική τῶν ἀβακοειδῶν τῶν ἀβακοειδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀβακοειδέσ(ν) τοῖς ἀβακοειδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀβακοειδεῖς τὰ ἀβακοειδ
     κλητική ! ἀβακοειδεῖς ἀβακοειδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀβακοειδεῖ τὼ ἀβακοειδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀβακοειδοῖν τοῖν ἀβακοειδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβακοειδής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄβαξ, θέμα ἀβακ- (ἄβακ(ος)) + -ειδής

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀβακοειδής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)