αβακοειδής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αβακοειδής | η | αβακοειδής | το | αβακοειδές |
γενική | του | αβακοειδούς* | της | αβακοειδούς | του | αβακοειδούς |
αιτιατική | τον | αβακοειδή | την | αβακοειδή | το | αβακοειδές |
κλητική | αβακοειδή(ς) | αβακοειδής | αβακοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αβακοειδείς | οι | αβακοειδείς | τα | αβακοειδή |
γενική | των | αβακοειδών | των | αβακοειδών | των | αβακοειδών |
αιτιατική | τους | αβακοειδείς | τις | αβακοειδείς | τα | αβακοειδή |
κλητική | αβακοειδείς | αβακοειδείς | αβακοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβακοειδής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀβακοειδής. Μορφολογικά αναλύεται σε άβακ(ας) + -ο- + -ειδής.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.va.ko.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐κο‐ει‐δής
Επίθετο επεξεργασία
αβακοειδής, -ής, -ές
- που έχει σχήμα άβακα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη άβακας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβακοειδής
→ δείτε τη λέξη αβακωτός |
Πηγές επεξεργασία
- αβακοειδής, αβακοειδές - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.