άβακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άβακας | οι | άβακες |
γενική | του | άβακα | των | αβάκων |
αιτιατική | τον | άβακα | τους | άβακες |
κλητική | άβακα | άβακες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- άβακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄβαξ[1][2]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.va.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐βα‐κας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
άβακας αρσενικό
- τετράγωνη επίπεδη πλάκα από σχιστόλιθο ή ξύλο για χάραξη γεωμετρικών σχημάτων
- επίπεδη επιφάνεια, συνήθως τετράπλευρη, που χρησιμοποιείται για επιτραπέζια παιχνίδια, π.χ. σκακιέρα
- πλάκα που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία
- (αρχαιολογία) τετράγωνη πλάκα στο πάνω μέρος του κιονόκρανου όπου ακουμπά το επιστύλιο
- αριθμητήριο, όργανο αποτελούμενο από σειρές χανδρών, που χρησιμοποιείται για καταμέτρηση αντικειμένων και εκτέλεση απλών αριθμητικών πράξεων
- (στρατιωτικός όρος) τμήμα διόπτρας πυροβόλου όπλου
- (ναυπηγικός όρος) η κάθετη πρύμη της λέμβου
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ άβακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ άβακας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)