Ετυμολογία

επεξεργασία

abacus < (κληρονομημένο) μέση αγγλική < λατινική abacus, abax < αρχαία ελληνική ἄβαξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abacus (en) πληθυντικός abaci (κατά τα λατινικά), abacuses



  Ετυμολογία

επεξεργασία

abacus < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική ἄβαξ, θέμα ἀβακ-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abacus (la)

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική abacus abacī
γενική abacī abacōrum
δοτική abacō abacīs
αιτιατική abacum abacōs
κλητική abace abacī
αφαιρετική abacō abacīs
(β' κλίση)