πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκακιέρα οι σκακιέρες
      γενική της σκακιέρας
    αιτιατική τη σκακιέρα τις σκακιέρες
     κλητική σκακιέρα σκακιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια σκακιέρα.

Ετυμολογία

επεξεργασία

σκακιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική scacchiera.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε σκάκ(ι) + -ιέρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκακιέρα θηλυκό

  1. η επιφάνεια πάνω στην οποία παίζεται το σκάκι· είναι χωρισμένη σε 8Χ8 τετράγωνα, χρωματισμένα εναλλάξ με ανοιχτό και σκούρο χρώμα
  2. (μεταφορικά) πεδίο αντιπαράθεσης
      «Ματ» της Ουάσιγκτον στη σκακιέρα των αγωγών φυσικού αερίου στα Βαλκάνια (τίτλος άρθρου από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 31 Ιουλίου 2010)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία