σκακιέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκακιέρα | οι | σκακιέρες |
γενική | της | σκακιέρας | — | |
αιτιατική | τη | σκακιέρα | τις | σκακιέρες |
κλητική | σκακιέρα | σκακιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίασκακιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική scacchiera.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε σκάκ(ι) + -ιέρα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skaˈce.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐κιέ‐ρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκακιέρα θηλυκό
- η επιφάνεια πάνω στην οποία παίζεται το σκάκι· είναι χωρισμένη σε 8Χ8 τετράγωνα, χρωματισμένα εναλλάξ με ανοιχτό και σκούρο χρώμα
- (μεταφορικά) πεδίο αντιπαράθεσης
- ※ «Ματ» της Ουάσιγκτον στη σκακιέρα των αγωγών φυσικού αερίου στα Βαλκάνια (τίτλος άρθρου από την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 31 Ιουλίου 2010)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- σκακιέρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκακιέρα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκακιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας