ενικός         πληθυντικός  
échiquier échiquiers

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

échiquier (fr) αρσενικό

  1. η σκακιέρα
  2. το σχέδιο της σκακιέρας
    plan divisé en échiquier
    (εραλδική) écu divisé en échiquier

Συγγενικά

επεξεργασία