échiqueté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | échiqueté | échiquetés |
θηλυκό | échiquetée | échiquetées |
Επίθετο
επεξεργασίαéchiqueté (fr)
- οργανωμένος σαν τα τετραγωνάκια μιας σκακιέρας
- (εραλδική) χωρισμένος σε τετραγωνάκια
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | échiqueté | échiquetés |
θηλυκό | échiquetée | échiquetées |
échiqueté (fr)