szachownica
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
szachownica (pl) < από τη λέξη szach (pl)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌʃaxɔvʲˈɲit͡s̑a/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
szachownica (pl) θηλυκό
- η σκακιέρα
szachownica (pl) < από τη λέξη szach (pl)
szachownica (pl) θηλυκό