παπαδιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παπαδιά | οι | παπαδιές |
γενική | της | παπαδιάς | των | παπαδιών |
αιτιατική | την | παπαδιά | τις | παπαδιές |
κλητική | παπαδιά | παπαδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παπαδιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή παπαδία με συνίζηση [1] < παπάς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.paˈðʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐πα‐διά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαπαδιά θηλυκό
- η σύζυγος ενός ορθόδοξου ιερέα
- (ναυπηγικός όρος, ιδιωματισμός) ο καθρέφτης της βάρκας, ο άβακας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ παπαδιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας