Δείτε επίσης: παπαδία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παπαδιά οι παπαδιές
      γενική της παπαδιάς των παπαδιών
    αιτιατική την παπαδιά τις παπαδιές
     κλητική παπαδιά παπαδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παπαδιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή παπαδία με συνίζηση [1] < παπάς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.paˈðʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐πα‐διά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παπαδιά θηλυκό

  1. η σύζυγος ενός ορθόδοξου ιερέα
  2. (ναυπηγικός όρος, ιδιωματισμός) ο καθρέφτης της βάρκας, ο άβακας

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία