σιγανοπαπαδιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σιγανοπαπαδιά | οι | σιγανοπαπαδιές |
γενική | της | σιγανοπαπαδιάς | των | σιγανοπαπαδιών |
αιτιατική | τη | σιγανοπαπαδιά | τις | σιγανοπαπαδιές |
κλητική | σιγανοπαπαδιά | σιγανοπαπαδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασιγανοπαπαδιά θηλυκό
- άντρας ή γυναίκα που υποκρίνεται ότι είναι ήσυχος/ήσυχη και πειθαρχικός/πειθαρχική ενώ δεν είναι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σιγανοπαπαδιά
|