↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιγανοπαπαδιά οι σιγανοπαπαδιές
      γενική της σιγανοπαπαδιάς των σιγανοπαπαδιών
    αιτιατική τη σιγανοπαπαδιά τις σιγανοπαπαδιές
     κλητική σιγανοπαπαδιά σιγανοπαπαδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιγανοπαπαδιά < σιγανός + παπαδιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιγανοπαπαδιά θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία