αβάκιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αβάκιο | τα | αβάκια |
γενική | του | αβακίου & αβάκιου |
των | αβακίων |
αιτιατική | το | αβάκιο | τα | αβάκια |
κλητική | αβάκιο | αβάκια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβάκιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀβάκιον, υποκοριστικό του ἄβαξ (άβακας)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈva.ci.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βά‐κι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβάκιο ουδέτερο
- (παρωχημένο, λόγιο) μικρός άβακας, μαθητική πλάκα για γραφή, γενικά μικρή πλάκα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε άβακας
αβάκιο
|
επεξεργασία
- ↑ αβάκιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.