ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀβάκιον τὰ ἀβάκι
      γενική τοῦ ἀβακίου τῶν ἀβακίων
      δοτική τῷ ἀβακί τοῖς ἀβακίοις
    αιτιατική τὸ ἀβάκιον τὰ ἀβάκι
     κλητική ! ἀβάκιον ἀβάκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀβακίω
γεν-δοτ τοῖν  ἀβακίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀβάκιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία