αβακωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αβακωτός | η | αβακωτή | το | αβακωτό |
γενική | του | αβακωτού | της | αβακωτής | του | αβακωτού |
αιτιατική | τον | αβακωτό | την | αβακωτή | το | αβακωτό |
κλητική | αβακωτέ | αβακωτή | αβακωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αβακωτοί | οι | αβακωτές | τα | αβακωτά |
γενική | των | αβακωτών | των | αβακωτών | των | αβακωτών |
αιτιατική | τους | αβακωτούς | τις | αβακωτές | τα | αβακωτά |
κλητική | αβακωτοί | αβακωτές | αβακωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αβακωτός < άβακ(ας) + -ωτός• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.va.koˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐κω‐τός
Επίθετο
επεξεργασίααβακωτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβακωτός
|
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- αβακωτός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)