πλακόστρωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /plaˈko.stɾo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐κό‐στρω‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαπλακόστρωτος
- στρωμένος, καλυμμένος με πλάκες
- ⮡ ο πλάτανος ήταν στη μέση της πλακόστρωτης πλατείας
- ※ […] η διερεύνηση του εξωτερικού χώρου έφερε καταρχάς στο φως τμήμα πλακόστρωτου δαπέδου το οποίο, σε συνάφεια με τα ερείπια κτιρίων προς δυσμάς, η έρευνα των οποίων προγραμματίζεται για το τρέχον έτος, θα πρέπει να αποδοθεί στην υπαίθρια πλατεία της Αγοράς. Επιπλέον, εντοπίστηκαν τουλάχιστον δύο άγνωστα έως σήμερα προσκτίσματα στα δυτικά και ανατολικά του κυρίως κτιρίου.
- Νικόπολη: Συνεχίζονται οι ανασκαφές στην αρχαία Αγορά, Η Καθημερινή, 29 Μαΐου 2024
Παράγωγα
επεξεργασία- πλακόστρωτο (ουδέτερο ουσιαστικό)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλακόστρωτος
|