Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -στρωτής η -στρωτής το -στρωτές
      γενική του -στρωτούς* της -στρωτούς του -στρωτούς
    αιτιατική τον -στρωτή τη(ν) -στρωτή το -στρωτές
     κλητική -στρωτή(ς) -στρωτής -στρωτές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -στρωτείς οι -στρωτείς τα -στρωτή
      γενική των -στρωτών των -στρωτών των -στρωτών
    αιτιατική τους -στρωτείς τις -στρωτείς τα -στρωτή
     κλητική -στρωτείς -στρωτείς -στρωτή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-στρωτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -στρωτος < στρωτός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -στρω‐τος

  Επίθημα επεξεργασία

-στρωτος, -η, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -στρωτοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα