στρωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στρωτός | η | στρωτή | το | στρωτό |
γενική | του | στρωτού | της | στρωτής | του | στρωτού |
αιτιατική | τον | στρωτό | τη | στρωτή | το | στρωτό |
κλητική | στρωτέ | στρωτή | στρωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στρωτοί | οι | στρωτές | τα | στρωτά |
γενική | των | στρωτών | των | στρωτών | των | στρωτών |
αιτιατική | τους | στρωτούς | τις | στρωτές | τα | στρωτά |
κλητική | στρωτοί | στρωτές | στρωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρωτός < αρχαία ελληνική στρωτός < στρώννυμι / στόρνυμι / στορνύω
Επίθετο
επεξεργασίαστρωτός, ή, -ό
- (για δρόμο) που (έχει στρωθεί και) χαρακτηρίζεται από κανονικότητα και ομαλότητα, χωρίς ανωμαλίες
- (για ένδυμα) που έχει καλή εφαρμογή
- (μεταφορικά) εύκολος, κατανοητός, βατός
- ⮡ στρωτό γράψιμο