↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρωτός η στρωτή το στρωτό
      γενική του στρωτού της στρωτής του στρωτού
    αιτιατική τον στρωτό τη στρωτή το στρωτό
     κλητική στρωτέ στρωτή στρωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρωτοί οι στρωτές τα στρωτά
      γενική των στρωτών των στρωτών των στρωτών
    αιτιατική τους στρωτούς τις στρωτές τα στρωτά
     κλητική στρωτοί στρωτές στρωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρωτός < αρχαία ελληνική στρωτός < στρώννυμι / στόρνυμι / στορνύω

  Επίθετο

επεξεργασία

στρωτός, ή, -ό

  1. (για δρόμο) που (έχει στρωθεί και) χαρακτηρίζεται από κανονικότητα και ομαλότητα, χωρίς ανωμαλίες
  2. (για ένδυμα) που έχει καλή εφαρμογή
  3. (μεταφορικά) εύκολος, κατανοητός, βατός
    ⮡  στρωτό γράψιμο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία