πλακόστρωτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλακόστρωτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πλακόστρωτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλακόστρωτο ουδέτερο
- δρομάκι (ή άλλη επιφάνεια) που έχει πλακοστρωθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλακόστρωτο
|