Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλακοστρώνω < πλάκα + -ο- + στρώνω

  Ρήμα επεξεργασία

πλακοστρώνω (παθητική φωνή: πλακοστρώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία