Ετυμολογία

επεξεργασία
πλακοστρώνω < πλάκα + -ο- + στρώνω

πλακοστρώνω (παθητική φωνή: πλακοστρώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία