Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλακοστρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πλακοστρωμέν
ος
η
πλακοστρωμέν
η
το
πλακοστρωμέν
ο
γενική
του
πλακοστρωμέν
ου
της
πλακοστρωμέν
ης
του
πλακοστρωμέν
ου
αιτιατική
τον
πλακοστρωμέν
ο
την
πλακοστρωμέν
η
το
πλακοστρωμέν
ο
κλητική
πλακοστρωμέν
ε
πλακοστρωμέν
η
πλακοστρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πλακοστρωμέν
οι
οι
πλακοστρωμέν
ες
τα
πλακοστρωμέν
α
γενική
των
πλακοστρωμέν
ων
των
πλακοστρωμέν
ων
των
πλακοστρωμέν
ων
αιτιατική
τους
πλακοστρωμέν
ους
τις
πλακοστρωμέν
ες
τα
πλακοστρωμέν
α
κλητική
πλακοστρωμέν
οι
πλακοστρωμέν
ες
πλακοστρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πλακοστρωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
πλακοστρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλακοστρωμένος