πλακοστρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπλακοστρώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος πλακοστρώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πλακοστρώνομαι | πλακοστρωνόμουν(α) | θα πλακοστρώνομαι | να πλακοστρώνομαι | ||
β' ενικ. | πλακοστρώνεσαι | πλακοστρωνόσουν(α) | θα πλακοστρώνεσαι | να πλακοστρώνεσαι | (πλακοστρώνου) | |
γ' ενικ. | πλακοστρώνεται | πλακοστρωνόταν(ε) | θα πλακοστρώνεται | να πλακοστρώνεται | ||
α' πληθ. | πλακοστρωνόμαστε | πλακοστρωνόμαστε πλακοστρωνόμασταν |
θα πλακοστρωνόμαστε | να πλακοστρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | πλακοστρώνεστε | πλακοστρωνόσαστε πλακοστρωνόσασταν |
θα πλακοστρώνεστε | να πλακοστρώνεστε | (πλακοστρώνεστε) | |
γ' πληθ. | πλακοστρώνονται | πλακοστρώνονταν πλακοστρωνόντουσαν |
θα πλακοστρώνονται | να πλακοστρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πλακοστρώθηκα | θα πλακοστρωθώ | να πλακοστρωθώ | πλακοστρωθεί | ||
β' ενικ. | πλακοστρώθηκες | θα πλακοστρωθείς | να πλακοστρωθείς | πλακοστρώσου | ||
γ' ενικ. | πλακοστρώθηκε | θα πλακοστρωθεί | να πλακοστρωθεί | |||
α' πληθ. | πλακοστρωθήκαμε | θα πλακοστρωθούμε | να πλακοστρωθούμε | |||
β' πληθ. | πλακοστρωθήκατε | θα πλακοστρωθείτε | να πλακοστρωθείτε | πλακοστρωθείτε | ||
γ' πληθ. | πλακοστρώθηκαν πλακοστρωθήκαν(ε) |
θα πλακοστρωθούν(ε) | να πλακοστρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πλακοστρωθεί | είχα πλακοστρωθεί | θα έχω πλακοστρωθεί | να έχω πλακοστρωθεί | πλακοστρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις πλακοστρωθεί | είχες πλακοστρωθεί | θα έχεις πλακοστρωθεί | να έχεις πλακοστρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πλακοστρωθεί | είχε πλακοστρωθεί | θα έχει πλακοστρωθεί | να έχει πλακοστρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πλακοστρωθεί | είχαμε πλακοστρωθεί | θα έχουμε πλακοστρωθεί | να έχουμε πλακοστρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πλακοστρωθεί | είχατε πλακοστρωθεί | θα έχετε πλακοστρωθεί | να έχετε πλακοστρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πλακοστρωθεί | είχαν πλακοστρωθεί | θα έχουν πλακοστρωθεί | να έχουν πλακοστρωθεί |