Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλικόστρωτος η χαλικόστρωτη το χαλικόστρωτο
      γενική του χαλικόστρωτου της χαλικόστρωτης του χαλικόστρωτου
    αιτιατική τον χαλικόστρωτο τη χαλικόστρωτη το χαλικόστρωτο
     κλητική χαλικόστρωτε χαλικόστρωτη χαλικόστρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλικόστρωτοι οι χαλικόστρωτες τα χαλικόστρωτα
      γενική των χαλικόστρωτων των χαλικόστρωτων των χαλικόστρωτων
    αιτιατική τους χαλικόστρωτους τις χαλικόστρωτες τα χαλικόστρωτα
     κλητική χαλικόστρωτοι χαλικόστρωτες χαλικόστρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλικόστρωτος < χαλικοστρώνω

  Επίθετο επεξεργασία

χαλικόστρωτος

  1. (για επιφάνειες) που έχει στρωθεί με χαλίκι
    Μη βάζεις την καρέκλα στο χαλικόστρωτο (ενν. διάδρομο) γιατί χαλάνε τα πόδια της
    η χαλικόστρωτη αυλή, πλατεία
    το χαλικόστρωτο μονοπάτι

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία