χαλικόστρωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαλικόστρωτος < χαλικοστρώνω
Επίθετο
επεξεργασίαχαλικόστρωτος
- (για επιφάνειες) που έχει στρωθεί με χαλίκι
- Μη βάζεις την καρέκλα στο χαλικόστρωτο (ενν. διάδρομο) γιατί χαλάνε τα πόδια της
- η χαλικόστρωτη αυλή, πλατεία
- το χαλικόστρωτο μονοπάτι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαλικόστρωτος
|