Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλικωτός η χαλικωτή το χαλικωτό
      γενική του χαλικωτού της χαλικωτής του χαλικωτού
    αιτιατική τον χαλικωτό τη χαλικωτή το χαλικωτό
     κλητική χαλικωτέ χαλικωτή χαλικωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλικωτοί οι χαλικωτές τα χαλικωτά
      γενική των χαλικωτών των χαλικωτών των χαλικωτών
    αιτιατική τους χαλικωτούς τις χαλικωτές τα χαλικωτά
     κλητική χαλικωτοί χαλικωτές χαλικωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλικωτός < χαλίκι

  Επίθετο επεξεργασία

χαλικωτός

  • που η επίστρωσή του είναι από χαλίκι, τον έχουν καλύψει με χαλίκι
    ※  Ανέβηκαν λίγον πετρωτόν ανήφορο με κόπο πατώντας στο γυαλιστερό χαλικωτό μονοπάτι. (Βασίλης Ρώτας Οι ροδιές της Ζήρειας [διήγημα])

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία