πρόσκτισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρόσκτισμα < ελληνιστική κοινή προσκτίζω[1] + -μα < αρχαία ελληνική πρός + κτίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾos.kti.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐σκτι‐σμα
- παλιότερος συλλαβισμός : πρόσ‐κτι‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόσκτισμα ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) κτίσμα το οποίο κατασκευάστηκε πάνω ή δίπλα σε άλλο το οποίο προϋπήρχε
- ※ […] η διερεύνηση του εξωτερικού χώρου έφερε καταρχάς στο φως τμήμα πλακόστρωτου δαπέδου το οποίο, σε συνάφεια με τα ερείπια κτιρίων προς δυσμάς, η έρευνα των οποίων προγραμματίζεται για το τρέχον έτος, θα πρέπει να αποδοθεί στην υπαίθρια πλατεία της Αγοράς. Επιπλέον, εντοπίστηκαν τουλάχιστον δύο άγνωστα έως σήμερα προσκτίσματα στα δυτικά και ανατολικά του κυρίως κτιρίου.
- Νικόπολη: Συνεχίζονται οι ανασκαφές στην αρχαία Αγορά, Η Καθημερινή, 29 Μαΐου 2024
- ※ […] η διερεύνηση του εξωτερικού χώρου έφερε καταρχάς στο φως τμήμα πλακόστρωτου δαπέδου το οποίο, σε συνάφεια με τα ερείπια κτιρίων προς δυσμάς, η έρευνα των οποίων προγραμματίζεται για το τρέχον έτος, θα πρέπει να αποδοθεί στην υπαίθρια πλατεία της Αγοράς. Επιπλέον, εντοπίστηκαν τουλάχιστον δύο άγνωστα έως σήμερα προσκτίσματα στα δυτικά και ανατολικά του κυρίως κτιρίου.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρόσκτισμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προσκτίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- πρόσκτισμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)