πρόσκτισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρόσκτισμα < πρόσ- + κτίσμα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾos.kti.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρόσ‐κτι‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόσκτισμα ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) κτίσμα το οποίο κατασκευάστηκε πάνω ή δίπλα σε άλλο το οποίο προϋπήρχε
- ※ […] η διερεύνηση του εξωτερικού χώρου έφερε καταρχάς στο φως τμήμα πλακόστρωτου δαπέδου το οποίο, σε συνάφεια με τα ερείπια κτιρίων προς δυσμάς, η έρευνα των οποίων προγραμματίζεται για το τρέχον έτος, θα πρέπει να αποδοθεί στην υπαίθρια πλατεία της Αγοράς. Επιπλέον, εντοπίστηκαν τουλάχιστον δύο άγνωστα έως σήμερα προσκτίσματα στα δυτικά και ανατολικά του κυρίως κτιρίου.
- Νικόπολη: Συνεχίζονται οι ανασκαφές στην αρχαία Αγορά, Η Καθημερινή, 29 Μαΐου 2024
- ※ […] η διερεύνηση του εξωτερικού χώρου έφερε καταρχάς στο φως τμήμα πλακόστρωτου δαπέδου το οποίο, σε συνάφεια με τα ερείπια κτιρίων προς δυσμάς, η έρευνα των οποίων προγραμματίζεται για το τρέχον έτος, θα πρέπει να αποδοθεί στην υπαίθρια πλατεία της Αγοράς. Επιπλέον, εντοπίστηκαν τουλάχιστον δύο άγνωστα έως σήμερα προσκτίσματα στα δυτικά και ανατολικά του κυρίως κτιρίου.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρόσκτισμα
|
Πηγές
επεξεργασία- πρόσκτισμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)