Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αριθμητήριο τα αριθμητήρια
      γενική του αριθμητηρίου
αριθμητήριου
των αριθμητηρίων
    αιτιατική το αριθμητήριο τα αριθμητήρια
     κλητική αριθμητήριο αριθμητήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αριθμητήριο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀριθμητήριον < ἀριθμητήρ (αριθμητήρας) < (ελληνιστική κοινήἀριθμητής [1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɾi.θmiˈti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ριθ‐μη‐τή‐ρι‐ο
παλιότερος συλλαβισμός: α‐ρι‐θμη‐τή‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αριθμητήριο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία