ἁλίβρεκτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἁλίβρεκτος | τὸ | ἁλίβρεκτον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἁλιβρέκτου | τοῦ | ἁλιβρέκτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἁλιβρέκτῳ | τῷ | ἁλιβρέκτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἁλίβρεκτον | τὸ | ἁλίβρεκτον | ||
κλητική ὦ! | ἁλίβρεκτε | ἁλίβρεκτον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἁλίβρεκτοι | τὰ | ἁλίβρεκτᾰ | ||
γενική | τῶν | ἁλιβρέκτων | τῶν | ἁλιβρέκτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἁλιβρέκτοις | τοῖς | ἁλιβρέκτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἁλιβρέκτους | τὰ | ἁλίβρεκτᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἁλίβρεκτοι | ἁλίβρεκτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁλιβρέκτω | τὼ | ἁλιβρέκτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἁλιβρέκτοιν | τοῖν | ἁλιβρέκτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἁλίβρεκτος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἁλί- (< ἅλς) + βρεκτός (< βρέχω)[1]
Επίθετο
επεξεργασίαἁλίβρεκτος, -ος, -ον
- (όψιμη ελληνιστική κοινή) που βρέχεται από τη θάλασσα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές
επεξεργασία- ἁλίβρεκτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁλίβρεκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.