ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀβλεμής τὸ ἀβλεμές
      γενική τοῦ/τῆς ἀβλεμοῦς τοῦ ἀβλεμοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀβλεμεῖ τῷ ἀβλεμεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀβλεμ τὸ ἀβλεμές
     κλητική ! ἀβλεμές ἀβλεμές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀβλεμεῖς τὰ ἀβλεμ
      γενική τῶν ἀβλεμῶν τῶν ἀβλεμῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀβλεμέσ(ν) τοῖς ἀβλεμέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀβλεμεῖς τὰ ἀβλεμ
     κλητική ! ἀβλεμεῖς ἀβλεμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀβλεμεῖ τὼ ἀβλεμεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀβλεμοῖν τοῖν ἀβλεμοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβλεμής < ἀ- στερητικό και βλεμεαίνω (βλέπω άγρια, αγριοκοιτάζω τριγύρω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀβλεμής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία