ἀβλεμής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀβλεμής | τὸ | ἀβλεμές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀβλεμοῦς | τοῦ | ἀβλεμοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀβλεμεῖ | τῷ | ἀβλεμεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀβλεμῆ | τὸ | ἀβλεμές | ||
κλητική ὦ! | ἀβλεμές | ἀβλεμές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀβλεμεῖς | τὰ | ἀβλεμῆ | ||
γενική | τῶν | ἀβλεμῶν | τῶν | ἀβλεμῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀβλεμέσῐ(ν) | τοῖς | ἀβλεμέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀβλεμεῖς | τὰ | ἀβλεμῆ | ||
κλητική ὦ! | ἀβλεμεῖς | ἀβλεμῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀβλεμεῖ | τὼ | ἀβλεμεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀβλεμοῖν | τοῖν | ἀβλεμοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀβλεμής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀβλεμής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.