Δείτε επίσης: αείροος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀείρροος τὸ ἀείρροον
      γενική τοῦ/τῆς ἀειρρόου τοῦ ἀειρρόου
      δοτική τῷ/τῇ ἀειρρό τῷ ἀειρρό
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀείρροον τὸ ἀείρροον
     κλητική ! ἀείρροε ἀείρροον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀείρροοι τὰ ἀείρρο
      γενική τῶν ἀειρρόων τῶν ἀειρρόων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀειρρόοις τοῖς ἀειρρόοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀειρρόους τὰ ἀείρρο
     κλητική ! ἀείρροοι ἀείρρο
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀειρρόω τὼ ἀειρρόω
      γεν-δοτ τοῖν ἀειρρόοιν τοῖν ἀειρρόοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀείρροος < ἀεί + -ρροος < αρχαία ελληνική ῥέω → δείτε και τη λέξη ρρ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

ἀείρροος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία