ἀείρροος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀείρροος | τὸ | ἀείρροον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀειρρόου | τοῦ | ἀειρρόου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀειρρόῳ | τῷ | ἀειρρόῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀείρροον | τὸ | ἀείρροον | ||
κλητική ὦ! | ἀείρροε | ἀείρροον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀείρροοι | τὰ | ἀείρροᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀειρρόων | τῶν | ἀειρρόων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀειρρόοις | τοῖς | ἀειρρόοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀειρρόους | τὰ | ἀείρροᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἀείρροοι | ἀείρροᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀειρρόω | τὼ | ἀειρρόω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀειρρόοιν | τοῖν | ἀειρρόοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀείρροος < ἀεί + -ρροος < αρχαία ελληνική ῥέω → δείτε και τη λέξη ρρ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίαἀείρροος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) αείροος, που ρέει αενάως
Πηγές
επεξεργασία- ἀείρροος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.