Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδιδάκτως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀδίδακτ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀδιδάκτως (ελληνιστική κοινή)