ἀβάκ
Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό. |
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀβάκ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή ?
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀβάκ αρσενικό άκλιτο (ελληνιστική κοινή)
- (φυτό) λεπτό λινάρι με υποκίτρινο χρώμα
- (συνεκδοχικά: ύφασμα) είδος λεπτού υφάσματος