ἀγαθοεργικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀγαθοεργικός < ἀγαθοεργία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαἀγαθοεργικός, -ός, -όν
- (ελληνιστική κοινή) που αφορά αγαθοεργία θεότητας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀγαθοεργικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.