ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀγαθοεργικός τὸ ἀγαθοεργικόν
      γενική τοῦ/τῆς ἀγαθοεργικοῦ τοῦ ἀγαθοεργικοῦ
      δοτική τῷ/τῇ ἀγαθοεργικ τῷ ἀγαθοεργικ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀγαθοεργικόν τὸ ἀγαθοεργικόν
     κλητική ! ἀγαθοεργικέ ἀγαθοεργικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀγαθοεργικοί τὰ ἀγαθοεργικᾰ́
      γενική τῶν ἀγαθοεργικῶν τῶν ἀγαθοεργικῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀγαθοεργικοῖς τοῖς ἀγαθοεργικοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀγαθοεργικούς τὰ ἀγαθοεργικᾰ́
     κλητική ! ἀγαθοεργικοί ἀγαθοεργικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγαθοεργικώ τὼ ἀγαθοεργικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀγαθοεργικοῖν τοῖν ἀγαθοεργικοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγαθοεργικός < ἀγαθοεργία + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀγαθοεργικός, -ός, -όν

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία