Δείτε επίσης: ἀγαθοεργία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγαθοεργία οι αγαθοεργίες
      γενική της αγαθοεργίας των αγαθοεργιών
    αιτιατική την αγαθοεργία τις αγαθοεργίες
     κλητική αγαθοεργία αγαθοεργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαθοεργία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγαθοεργία[1][2] < → δείτε τις λέξεις ἀγαθός, ἔργον και -ία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣa.θo.eɾˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐θο‐ερ‐γί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγαθοεργία θηλυκό

  • ανιδιοτελής ενέργεια που ωφελεί το σύνολο
    ※  Γιατί η «Ραδιοτηλεόραση» τουλάχιστον από την εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης και μετά, επιβίωνε ως ένα «κρατικό» περιοδικό, ζούσε χάρη στην αγαθοεργία όλων μας που συντηρούσαμε χωρίς να μας ρωτήσει κανείς άξιους εργαζομένους που έβγαζαν ένα περιοδικό χωρίς σκοπό.
    Νίκος Βατόπουλος, Η ζωή χωρίς «Ραδιοτηλεόραση», Η Καθημερινή, 21 Αυγούστου 2011

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη αγαθός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αγαθοεργία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αγαθοεργίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)