φιλανθρωπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλανθρωπία < αρχαία ελληνική φιλανθρωπία < φιλάνθρωπος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλανθρωπία θηλυκό
- η υποστήριξη των ατόμων ή των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού που χρειάζονται βοήθεια
- H αγνή και καθαρή αγάπη για το ανθρώπινο είδος