Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευάλωτος η ευάλωτη το ευάλωτο
      γενική του ευάλωτου της ευάλωτης του ευάλωτου
    αιτιατική τον ευάλωτο την ευάλωτη το ευάλωτο
     κλητική ευάλωτε ευάλωτη ευάλωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευάλωτοι οι ευάλωτες τα ευάλωτα
      γενική των ευάλωτων των ευάλωτων των ευάλωτων
    αιτιατική τους ευάλωτους τις ευάλωτες τα ευάλωτα
     κλητική ευάλωτοι ευάλωτες ευάλωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευάλωτος < αρχαία ελληνική εὐάλωτος < εὖ + ἁλίσκομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈva.lo.tos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /eˈva.lo.ti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /eˈva.lo.to/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

ευάλωτος, -η, -ο

  1. που κυριεύεται εύκολα
  2. που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά κίνδυνο ή επίθεση
     συνώνυμα: ευαίσθητος, τρωτός
    ο οργανισμός του εξαιτίας της γρίπης είναι ευάλωτος και πρέπει να προσέχει ιδιαίτερα για να μην αρρωστήσει από πνευμονία

  Μεταφράσεις επεξεργασία