Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁλίσκομαι < παθητική φωνή τού παλαιότερου ἁλίσκω < ρίζα ϝαλ και ϝελ + -ίσκω (-σκω)


ἁλίσκομαι (παθητική φωνή του ρήματος αἱρέω)

  1. κυριεύομαι από τον εχθρό
  2. συλλαμβάνομαι από τον εχθρό
  3. συλλαμβάνομαι, γίνομαι αντιληπτός ενώ κάνω κάτι (π.χ. για κλοπή)

Αρχικοί χρόνοι

επεξεργασία

ἁλίσκομαι, ἡλισκόμην , ἁλώσομαι , ἑάλων/ἥλων, ἑάλωκα/ἥλωκα, ἡλώκειν

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ἡ πόλις ἑάλω / ἑάλω ἡ πόλις

Συγγενικά

επεξεργασία