ενικός         πληθυντικός  
charity charities

  Ετυμολογία

επεξεργασία
charity < μέση αγγλική charite < γαλλική charité < λατινική caritas

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtʃæɹɪti/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

charity (en)

  1. το φιλανθρωπικό ίδρυμα
    ⮡  He left all his money to charities.
    Άφησε όλα του τα χρήματα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα.
  2. (μη μετρήσιμο) η φιλανθρωπία, η αγαθοεργία, μια ομάδα οργανώσεων για τη βοήθεια ατόμων που έχουν ανάγκη· τα χρήματα, τα τρόφιμα, τη βοήθεια κτλ. που δίνουν
    ⮡  He has done a lot of charity in his life.
    Έχει κάνει πολλές φιλανθρωπίες στη ζωή του.
    ⮡  Social welfare must be undertaken by the state and not left to charity.
    Η κοινωνική μέριμνα πρέπει να αναλαμβάνεται από την πολιτεία κι όχι να αφήνεται στη φιλανθρωπία.
    ⮡  He designated in his will an amount for charity.
    Όρισε στη διαθήκη του ένα ποσό για αγαθοεργίες.