carità
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcarità (it) θηλυκό άκλιτο
Πηγές
επεξεργασία- carità - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
carità (it) θηλυκό άκλιτο