ανιδιοτελής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανιδιοτελής | η | ανιδιοτελής | το | ανιδιοτελές |
γενική | του | ανιδιοτελούς* | της | ανιδιοτελούς | του | ανιδιοτελούς |
αιτιατική | τον | ανιδιοτελή | την | ανιδιοτελή | το | ανιδιοτελές |
κλητική | ανιδιοτελή(ς) | ανιδιοτελής | ανιδιοτελές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανιδιοτελείς | οι | ανιδιοτελείς | τα | ανιδιοτελή |
γενική | των | ανιδιοτελών | των | ανιδιοτελών | των | ανιδιοτελών |
αιτιατική | τους | ανιδιοτελείς | τις | ανιδιοτελείς | τα | ανιδιοτελή |
κλητική | ανιδιοτελείς | ανιδιοτελείς | ανιδιοτελή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαανιδιοτελής -ής -ές
- που δεν έχει ιδιοτέλεια και όφελος, που οι πράξεις του καθορίζονται από ευγενή κίνητρα και όχι από προσωπικό συμφέρον