↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανιδιοτέλεια οι ανιδιοτέλειες
      γενική της ανιδιοτέλειας των ανιδιοτελειών
    αιτιατική την ανιδιοτέλεια τις ανιδιοτέλειες
     κλητική ανιδιοτέλεια ανιδιοτέλειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανιδιοτέλεια < ανιδιοτελ(ής) + -εια. Μορφολογικά αναλύεται σε αν- στερητικό + ιδιοτέλεια (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Uneigennützigkeit)[1] [2][3]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ni.ði.oˈte.li.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νι‐δι‐ο‐τέ‐λει‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανιδιοτέλεια θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ιδιοτελής, ίδιος και τέλος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ανιδιοτέλεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ανιδιοτέλειαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. ανιδιοτέλειαΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας