ανιδιοτελώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανιδιοτελώς < ανιδιοτελής + -ώς
Επίρρημα επεξεργασία
ανιδιοτελώς
- (λόγιο) χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς προσδοκία για υλική ή ηθική ανταμοιβή ή ανταπόδοση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανιδιοτελώς