Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.zɛ̃.te.ʁes.mɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
désintéressement désintéressements

désintéressement (fr) αρσενικό