ἀμφίγλωσσος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ἀμφίγλωσσος» - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἀμφίγλωσσος < αρχαία ελληνική ἀμφί- + γλῶσσα > -γλωσσος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ἀμφίγλωσσος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) διφορούμενος, που χησιμοποιεί διττή γλώσσα
- γυναῖκες ἀμφίγλωσσοι (Συνέσιος (π.373-π.414), 122D @books.google)
- (ελληνιστική κοινή) αμφίβολος, ασαφής
- τὸ τοῦ Ὁμήρου ἀμφίγλωσσον (⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαί εὶς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα, 489.19.)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ἀμφίγλωσσος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.