ἀμφίγλωσσος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ἀμφίγλωσσος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀμφίγλωσσος | τὸ | ἀμφίγλωσσον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀμφιγλώσσου | τοῦ | ἀμφιγλώσσου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀμφιγλώσσῳ | τῷ | ἀμφιγλώσσῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀμφίγλωσσον | τὸ | ἀμφίγλωσσον | ||
κλητική ὦ! | ἀμφίγλωσσε | ἀμφίγλωσσον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀμφίγλωσσοι | τὰ | ἀμφίγλωσσᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀμφιγλώσσων | τῶν | ἀμφιγλώσσων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀμφιγλώσσοις | τοῖς | ἀμφιγλώσσοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀμφιγλώσσους | τὰ | ἀμφίγλωσσᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἀμφίγλωσσοι | ἀμφίγλωσσᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμφιγλώσσω | τὼ | ἀμφιγλώσσω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμφιγλώσσοιν | τοῖν | ἀμφιγλώσσοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀμφίγλωσσος < αρχαία ελληνική ἀμφί- + γλῶσσα > -γλωσσος
Επίθετο επεξεργασία
ἀμφίγλωσσος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) διφορούμενος, που χησιμοποιεί διττή γλώσσα
- γυναῖκες ἀμφίγλωσσοι (Συνέσιος (π.373-π.414), 122D @books.google)
- (ελληνιστική κοινή) αμφίβολος, ασαφής
- τὸ τοῦ Ὁμήρου ἀμφίγλωσσον (⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαί εὶς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα, 489.19.)
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἀμφίγλωσσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.