Ἄλπεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | αἱ | Ἄλπεις | ||||||
γενική | τῶν | Ἄλπεων | ||||||
δοτική | ταῖς | Ἄλπεσῐ(ν) | ||||||
αιτιατική | τὰς | Ἄλπεις | ||||||
κλητική ὦ! | Ἄλπεις | |||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἌλπεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (ελληνιστική κοινή) οροσειρά της Ευρώπης, οι Άλπεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἄλπεις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Άλπεις