Δείτε επίσης: ἀββα, Ἄββα, ἀββᾶς, αββάς, αβάς

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀββᾶ αρσενικό άκλιτο (συνήθως ως κλητική σε προσφωνήσεις) @scaife.perseus

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. «αββάς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.