ἀββα
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἀββα < (άμεσο δάνειο) αραμαϊκή אבא (abba, πατέρας) → και δείτε τη λέξη ἀββᾶ
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ἀββα αρσενικό άκλιτο (συνήθως ως κλητική σε προσφωνήσεις)
![]() |
ἀββα αρσενικό άκλιτο (συνήθως ως κλητική σε προσφωνήσεις)