ἀββᾶς
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἀββᾶς < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀββᾶ / ἀββα (πατέρας, ιερατικός τίλτος, άκλιτο αρσενικό που θεωρήθηκε κλητική) < αραμαϊκή אבא (abba, πατέρας) [1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἀββᾶς αρσενικό
Κλιτικοί τύποιΕπεξεργασία
- ἀββάδας αιτιατική πληθυντικού
Επεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «αββάς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- σελ.3, Τόμος 1 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ἀββᾶς - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].