Δείτε επίσης: ἀββᾶς, αβάς, ἀββᾶ, ἀββα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αββάς οι αββάδες
      γενική του αββά των αββάδων
    αιτιατική τον αββά τους αββάδες
     κλητική αββά αββάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αββάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀββᾶς → και δείτε τη λέξη αβάς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈvas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβ‐βάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αββάς ή αβάς αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • «αββάς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.