αββαείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αββαείο | τα | αββαεία |
γενική | του | αββαείου | των | αββαείων |
αιτιατική | το | αββαείο | τα | αββαεία |
κλητική | αββαείο | αββαεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
αββαείο ουδέτερο
- λέξη του μεσαίωνα, → δείτε τη λέξη αβαείο